hong

Η.Π.Α. [hɒŋ]
Η.Β. [hɒŋ]
  • n.商行;【女名】女子名
  • Web洪;红;康
n.
1.
〈外〉(中国,日本的)行,商行
2.
【女名】女子名

Ενδεικτική πρόταση

Ορισμός:
Κατηγορία:ΌλεςΌλες,ΠροφορικήΠροφορική,ΓραπτήΓραπτή,ΤίτλοςΤίτλος,ΤεχνικήΤεχνική
Προέλευση:ΌλεςΌλες,ΛεξικόΛεξικό,WebWeb
Δυσκολία:ΌλεςΌλες,ΕύκολοΕύκολο,ΜέτριοΜέτριο,ΔύσκολοΔύσκολο